- ορθοστατώ
- (Α ὀρθοστατῶ, -έω) [ορθοστάτης]είμαι όρθιος, στέκομαι όρθιος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ορθοστασία — η [ορθοστατώ] το να στέκεται κανείς όρθιος, η όρθια στάση … Dictionary of Greek
ορθοστατισμός — ο 1. η όρθια στάση, το να στέκεται κάποιος όρθιος 2. άλλος όρος για το ορθοστατικό σύνδρομο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθοστατώ + ισμός*] … Dictionary of Greek